- συμφέρῃ
- συμφέρωbring togetherpres subj mp 2nd sgσυμφέρωbring togetherpres ind mp 2nd sgσυμφέρωbring togetherpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφέρηι — συμφέρῃ , συμφέρω bring together pres subj mp 2nd sg συμφέρῃ , συμφέρω bring together pres ind mp 2nd sg συμφέρῃ , συμφέρω bring together pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek